- μέγκλος
- και μέγκλας, οθαυμάσιος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ιταλ. επίθ. meglio. Κατ' άλλη άποψη < αρχ. μύκλος «λάγνος, ακόλαστος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέγκλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 72 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Άραχθου και ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτα. * * * η ακκισμός, τσάκισμα, νάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγκλος*] … Dictionary of Greek
μαγκλάρας — και μαγκλαράς, ο 1. άνδρας ψηλός και άχαρος, ασουλούπωτος 2. ρωμαλέος, ψηλόκορμος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού μέγκλος* «θαυμάσιος άνθρωπος», με αφομοιωτική τροπή τού ε σε α ] … Dictionary of Greek